- αυτόματος πιλότος
- Σύστημα αυτόματης κατεύθυνσης, εγκατεστημένο σε βαλλιστικά βλήματα και αεροπλάνα, και χρησιμοποιούμενο, μαζί με άλλες αυτόματες συσκευές, ακόμα και σε υποβρύχια και σκάφη επιφάνειας. Χρησιμοποιείται επίσης για την κατεύθυνση των τορπιλών. Τον πρώτο α.π. τον επινόησε ο Αμερικανός Έλμερ Άμπροουζ Σπέρι (1860-1930) το 1914 και τον χρησιμοποιούσαν για την ευστάθεια των αεροπλάνων.
Οι σύγχρονοι α.π. αποτελούνται από ένα αυτόματο σύστημα κατεύθυνσης ή ρύθμισης (που μπορεί να είναι ένας αυτόματος πλοηγός), έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, μια σειρά σερβοχειριστηρίων και ένα σύστημα καταγραφικών οργάνων. Οι οδηγίες που δίνονται από το σύστημα κατεύθυνσης, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο πρόγραμμα, εισάγονται στον υπολογιστή ο οποίος τις συγκρίνει με τα δεδομένα που δέχεται από τα καταγραφικά όργανα, τα οποία καταγράφουν τις πραγματικές θέσεις και καταστάσεις του αεροσκάφους κατά τη διάρκεια της πτήσης. Από τη σύγκριση αυτή o υπολογιστής επισημαίνει τα σφάλματα σχετικά με το πρόγραμμα και κατανέμει τις εντολές για τις κατάλληλες διορθώσεις προς τα σερβοχειριστήρια. Αυτά με τη σειρά τους επιδρούν στα διάφορα όργανα διεύθυνσης. Μια διάταξη ελέγχου αποσυνδέει τον α.π., όταν αυτός δεν λειτουργεί κανονικά. Για μεγαλύτερη ασφάλεια όλες οι διατάξεις είναι διπλές και εργάζονται παράλληλα, σύμφωνα με την αρχή της ανάδρασης. Τα συστήματα διεύθυνσης ενός α.π. μπορεί να είναι μερικά (διεύθυνση ευστάθειας, διεύθυνση προσέγγισης, προσγείωσης κλπ.) ή ολικά, οπότε δεν χρειάζονται έλεγχο από τον άνθρωπο. Οι οδηγίες μπορεί είτε να προέρχονται από ένα καθορισμένο πρόγραμμα είτε να ετοιμάζονται ή να ελέγχονται από ηλεκτρονικό συγκρότημα τοποθετημένο μέσα στο αεροσκάφος (αυτόματος πλοηγός) είτε να υπαγορεύονται εκείνη τη στιγμή από τον κυβερνήτη.
ΑΥΤΟΜΑΤΟΣ ΠΙΛΟΤΟΣ
Σχηματικά διαγράμματα δύο παραγωγικών διαδικασιών: πάνω η μηχανική και κάτω η αυτόματη. Στην πρώτη διαδικασία, τη μηχανική, ο άνθρωπος ελέγχει τις μηχανές και χειρίζεται το προϊόν. Στη δεύτερη διαδικασία, την αυτόματη, τις ίδιες αυτές εργασίες εκτελούν αυτόματοι μηχανισμοί.
Dictionary of Greek. 2013.